κατακλείδα

κατακλείδα
η (Α κατακλείς, Α και κατάκλεις και ιων. και επικ. τ. κατακληίς)
το τελευταίο μέρος στίχου, συστήματος στίχων ή επιστολής, ο επίλογος ή η στερεότυπη φράση στην οποία καταλήγουν ορισμένου είδους διηγήσεις, π.χ. η κατάληξη τών παραμυθιών («και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα»)
νεοελλ.
1. όργανο ή εξάρτημα εργαλείου με το οποίο εμποδίζεται η κίνηση τού τροχού κατ' ανάστροφη διεύθυνση, καστανιόλα
2. σίδερο που εμβάλλεται εγκάρσια στον άξονα για να συγκρατεί τον τροχό
αρχ.
1. εργαλείο που χρησιμοποιούνταν για το κλείσιμο τής πόρτας
2. η σύναψη τής κλείδας τού οστού με το στέρνο
3. θήκη βελών, φαρέτρα
4. στον πληθ. αἱ κατακλεῑδες
το φράγμα διώρυγας
5. είδος αρσενικής αγκιστροειδούς κόπιτσας με την οποία γίνεται η θηλύκωση ορισμένων φορεμάτων
6. η περιοχή γύρω απο την κλείδα τού στέρνου
7. η τελική παρατήρηση, το συμπέρασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + κλείς «κλειδί»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατακλείδα — η το τελευταίο μέρος λόγου ή διήγησης: Η κατακλείδα του ήταν ότι όλοι πρέπει να συνηθίσουμε στη λιτότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατακλεῖδα — κατακλείς instrument for shutting fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύριον — θύριον, τὸ (ΑΜ) 1. μικρή θύρα 2. πάπ. μικρός υδροφράκτης, μικρό φράγμα 3. μτφ. η κατακλείδα, το τέλος («τὸ τοῡ λόγου θύριον παραβόλοῡ» κλείσε τη θύρα τού λόγου, βάλε κατακλείδα στον λόγο σου). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. αρν… …   Dictionary of Greek

  • POMALE — a POMI similitudine, Gallis est ensis capulus; sed clausula; ita enim et Graeci modo μῆλον, modo κατακλεῖδα vocant, dicuntque κατακλείειν τὸ ζίφος de ense, cui capulus additur. Vetus Interpres Nicandri in Alexipharmacis, ad illud, μύκης ὅτι… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άλις — Μυθολογικό πρόσωπο. Δούλη της Κίρκης, έμπειρη στη μαγεία. Εγκατέλειψε την κυρία της και κατέφυγε σε έναν πύργο της Τυρρηνίας Αλός. Κατά μία εκδοχή την επισκέφθηκε εκεί, γέρος πια, ο Οδυσσέας. Η Α. τον μεταμόρφωσε τότε σε άλογο και με τη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • αμήν — Εβραϊκή λέξη (αμέν) της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Ως επίθετο σημαίνει αληθινός, πιστός και ως ουσιαστικό αλήθεια, πίστη. Τις περισσότερες φορές, όμως, έχει επιρρηματική έννοια και σημαίνει: αληθινά, ναι, ας γίνει. Χρησιμοποιείται στο τέλος …   Dictionary of Greek

  • αποκριά — Στην εκκλησιαστική ορολογία, η λέξη α. σημαίνει την τελευταία ημέρα της κρεοφαγίας πριν από την περίοδο της νηστείας. Έτσι στο πλαίσιο της Εκκλησίας, μέρες α. είναι εκείνες που προηγούνται των τεσσάρων μεγάλων νηστειών, δηλαδή της Μεγάλης… …   Dictionary of Greek

  • κατακλείδι — το 1. η άρθρωση τού οστού τής κάτω σιαγόνας 2. η κάτω σιαγόνα, η κάτω γνάθος, το κατωσάγονο 3. κάθε άρθρωση τού σώματος, κλείδωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακλείδα (κατακλείς) με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • κατακλείδιον — κατακλείδιον, τὸ (Α) υποκορ. τού κατακλείδα* …   Dictionary of Greek

  • κατακληίς — κατακληΐς, ῑδος, ἡ (Α) (ιων. και επικ. τ.) βλ. κατακλείδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”